-
1 матрос
-
2 моряк
-
3 матрос
ο ναύτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > матрос
-
4 вахтенный
вахт||енный1. прил мор. τής βάρδιας:\вахтенныйенный командир ὁ ἀξιωματικός τής βάρδιας, ὁ ἀξιωματικός τής ὑπηρεσίας; \вахтенныйенный журнал τό ἡμερολόγιο (πλοίου);2. м ὁ σκοπός, ὁ φρουρός, ὁ ναύτης τής ὑπηρεσίας. -
5 краснофлотец
краснофлотецм ὁ ναύτης τοῦ Κόκκινου στόλου. -
6 матрос
матросм ὁ ναύτης, ὁ ναυτικός. -
7 моряк
морякм ὁ ναυτικός, ὁ ναύτης, ὁ θαλασσινός. -
8 матрос
[ματρός] ουσ. α. ναύτης -
9 моряк
[μαργιάκ] ουσ. α ναύτης -
10 матрос
[ματρός] ουσ α ναύτης -
11 моряк
[μαργιάκ] ουσ α ναύτης -
12 викинг
-а α.παλαιοσκανδιναυός ναύτης πολεμικού ναυτικού. -
13 водник
-а α.ναύτης, εργάτης ποταμοπλοϊκών μεταφορών. -
14 изжевать
-жую, -жушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. καταμασώ, καστρέφω μασώντας•телннок -ал повшенное на дворе бель το μοσχαράκι κατα-μάσισε όλα τα κρεμασμένα ρούχα στην αυλή.
|| καταναλώνω μασώντας•матрос -ал весь свой табак ο ναύτης μάσισε όλο τον καπνό του.
-
15 каботажник
-а α.1. ναύτης ακτοπλοΐας.2. σκάφος ακτοπλοϊκό. -
16 краснофлотец
-тца α. ναύτης του κόκκινου πολεμικού ναυτικού. -
17 матрос
-а α: ναύτης. -
18 моряк
-а α.ναύτης, ναυτικός, θαλασσινός. -
19 подводник
-а α.1. ναύτης υποβρύχιου.2. ειδικός σε υποβρυχιακές εργασίες.
См. также в других словарях:
ναύτης — seaman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek
ναύτης — ο 1. μέλος του πληρώματος πλοίου. 2. απλός ναύτης χωρίς βαθμό, αλλ. εργάτης της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναῦτα — ναύτης seaman masc voc sg ναύτης seaman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτᾶν — ναύτης seaman masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτέων — ναύτης seaman masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτῶν — ναύτης seaman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναῦται — ναύτης seaman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταις — ναύτης seaman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταισι — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταισιν — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)